Ροδίδες

Ροδίδες
Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, η οποία περιλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος των οπωροφόρων δέντρων, που κατατάσσονται στις δυο υποοικογένειες των προυνοειδών (αμυγδαλιά, ροδακινιά, βερικοκιά, κερασιά, δαμασκηνιά) και των πομοειδών ή μηλοειδών (μουσμουλιά, αχλαδιά, μηλιά, σουρβιά, κυδωνιά). Περιλαμβάνει επίσης θάμνους και πόες, φυτά που καλλιεργούνται ευρύτατα για καλλωπιστικούς σκοπούς (τριανταφυλλιά, σπιραία κράταιγος, κυδωνίαστρο, δαφνοκέρασος κλπ.) ή εκτιμώνται για τους αρωματικούς καρπούς τους, που είναι περιζήτητοι για τη γεύση και το άρωμά τους (φράουλα, βατόμουρο, φραγκοστάφυλο). Τα πολυάριθμα είδη (άνω των 2500) αυτής της οικογένειας είναι διαδεδομένα σε όλες τις ηπείρους. Έχουν άνθη κανονικά με κάλυκα πεντασέπαλο και στεφάνη πενταπέταλο· φύλλα αντίθετα ή επαλλάσσοντα, σύνθετα (πτεροειδή), όπως στην τριανταφυλλιά, ή απλά, όπως στη μηλιά και αχλαδιά, εφοδιασμένα όμως με μόνιμα ή εύπτωτα παράφυλλα· ο καρπός, αρκετά ποικιλόμορφος, μπορεί ναι είναι θύλακος, ράγα, δρύπα ή ψευδόκαρπος (φράουλα, μήλο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥοδίδες — ῥοδίς pastille made from roses fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρρια — η βοτ. γένος θάμνων τής οικογένειας ροδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. kerria από το όνομα τού Άγγλου βοτανολόγου William Kerr] …   Dictionary of Greek

  • κερασιά — Δέντρο του γένους Prunus της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), ιθαγενές της ανατολικής Ευρώπης και της εύκρατης Ασίας. Περιλαμβάνει καλλιεργούμενες και άγριες ποικιλίες. Τα δύο πιο κοινά είδη του γένους είναι ο κέρασος ο γλυκόκαρπος (Prunus …   Dictionary of Greek

  • κορομηλιά — Μικρό δέντρο, η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Prunus insititia. Είναι γνωστό και με την κοινή ονομασία τζανεριά. Πρόκειται για ακανθώδες φυτό με μεγάλα, οδοντωτά και κατ’ εναλλαγή φύλλα και λευκά άνθη οργανωμένα σε ταξιανθίες. Οι σπόροι… …   Dictionary of Greek

  • κοτονήαστρο — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ροδίδες …   Dictionary of Greek

  • κουιλλάγα — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ροδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quillaja < λατινοαμερικαν. quillai, quillay] …   Dictionary of Greek

  • κράταιγος — ο (Α κράταιγος και κραταιγών) γένος δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και από τον οποίο στην Ελλάδα υπάρχουν οκτώ είδη γνωστά ως μουρτζιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτ αιγος. Το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • πίρος — (I) και πείρος, ο, Ν 1. ξύλινος ή μεταλλικός γόμφος 2. το βλήτρο, κν. μπουλόνι, που χρησιμεύει ως άξονας τροχαλίας ή πολύσπαστου 3. πώμα ή στρόφιγγα ξύλινου βαρελιού 4. ξύλινο βύσμα που κλείνει ερμητικά την οπή που βρίσκεται στο δάπεδο μιας… …   Dictionary of Greek

  • περιάνθιο — Το σύνολο των περιβλημάτων του άνθους, το οποίο μπορεί να αποτελείται από ένα κάλυκα και μια στεφάνη. Περιλαμβάνει όλα τα μη αναπαραγωγικά μέρη του άνθους, που προσφύονται πάνω στην ανθοδόχη, σε θέσεις λιγότερο κεντρικές από τους στήμονες και τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”